Πολλές δεκάδες χρόνια πριν, οι σπόροι τσία (chia) ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της διατροφής των ιθαγενών λαών της Λατινικής Αμερικής, των Αζτέκων και των Μάγιας και, βασική τροφή του στρατού τους, ενώ επίσης χρησιμοποιούνταν για θεραπευτικούς λόγους.
Για πολλά χρόνια, οι άνθρωποι εξήραν τις θρεπτικές ιδιότητες των μικροσκοπικών αυτών σπόρων, που αποδεικνύονταν ιδιαίτερα χρήσιμοι για τους εξαιρετικά δραστήριους ανθρώπους.
Σήμερα, οι τσία θεωρούνται υπερτροφή και όχι άδικα, αφού είναι πλούσιοι σε μαγνήσιο κατά 15 φορές σε σχέση με το μπρόκολο και 3 φορές πλουσιότεροι σε σίδηρο σε σύγκριση με το σπανάκι· επίσης, προσφέρουν στον οργανισμό 6 φορές περισσότερο ασβέστιο από το γάλα και 2 φορές περισσότερο κάλιο από ότι οι μπανάνες, που λειτουργεί σούπερ ενάντια στις κράμπες.
Συγκεκριμένα, σε μια κουταλιά σπόρων τσία περιέχονται:
5γρ. φυτικών ινών, 3γρ. πρωτεΐνης, 2282mg Ω-3 και 752mg Ω-6 λιπαρών οξέων
Στα «συν» συγκαταλέγονται η υψηλή συγκέντρωση φυτικών ινών που καταπολεμά τη δυσκοιλιότητα, αλλά και η… απουσία «έντονης μυρωδιάς» όπως συμβαίνει με το μπρόκολο.
Χάρη στα πολλά Ω-λιπαρά οξέα που περιέχουν ενισχύουν τα επίπεδα ενέργειας, ενώ παράλληλα μειώνουν αισθητά τα επίπεδα της χοληστερόλης στον ορό του αίματος και σημειώνουν ευεργετική επίδραση στην υγεία της καρδιάς.
Τέλος, βελτιώνουν τα συμπτώματα του διαβήτη, βοηθούν στην απώλεια βάρους και μειώνουν τη φλεγμονή.